- καταχαίρομαι
- βλ. καταχαίρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχαίρομαι — καταχάρηκα, χαίρομαι υπερβολικά: Καταχάρηκα που σε είδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχαίρω — (AM καταχαίρω) νεοελλ. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, η, ο α) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρής β) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψη νεοελλ. μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek